αναπαιστικός

αναπαιστικός
-ή, -ό (Α ἀναπαιστικός, -ή, -όν) [ἀνάπαιστος]
(για μέτρα ή στίχους) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ανάπαιστο ή αυτός που αποτελείται από αναπαίστους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀναπαιστικός — anapaestic masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναπαιστικός, -ή — ό για το μέτρο ή το στίχο, όπου κάθε πόδι είναι ανάπαιστος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναπαιστικά — ἀναπαιστικός anapaestic neut nom/voc/acc pl ἀναπαιστικά̱ , ἀναπαιστικός anapaestic fem nom/voc/acc dual ἀναπαιστικά̱ , ἀναπαιστικός anapaestic fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπαιστικῶν — ἀναπαιστικός anapaestic fem gen pl ἀναπαιστικός anapaestic masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπαιστικόν — ἀναπαιστικός anapaestic masc acc sg ἀναπαιστικός anapaestic neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπαιστικαί — ἀναπαιστικός anapaestic fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπαιστικοῖς — ἀναπαιστικός anapaestic masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπαιστικοί — ἀναπαιστικός anapaestic masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπαιστικοῦ — ἀναπαιστικός anapaestic masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπαιστικούς — ἀναπαιστικός anapaestic masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”